- εὔορνις
- εὔ-ορνις, ῑϑος, (1) mit guter Vorbedeutung. (2) reich an Vögeln, Hühnern
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εύορνις — εὔορνις, ιθος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ο ευοίωνος, αίσιος 2. (για τόπους) αυτός που έχει αφθονία πτηνών («εὐόρνιθι Τανάγρᾳ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρνις «πτηνό, οιωνός»] … Dictionary of Greek
εὔορνις — of good augury masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόρνιθες — εὔορνις of good augury masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόρνιθι — εὔορνις of good augury masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευορνιθία — εὐορνιθία, ἡ (Α) καλή προφητεία, καλός οιωνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύορνις, ιθος + κατάλ. ια] … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek